-
1 режим
-а α.1. καθεστώς•царский режим τσαρικό καθεστώς•
монархический режим μοναρχικό καθεστώς•
полицейский режим αστυνομικό καθεστώς.
|| εσωτερικός κανονισμός• καθιερωμένη σειρά, τάξη•режим дня το καθεστώς της μέρας•
школьный режим σχολικός κανονισμός.
2. σύστημα κανόνων, μέτρων κλπ.)• режим питания κανονισμός διατροφής-δίαιτα•режим безопасности καθεστώς (μέτρα) ασφάλειας.
εκφρ.режим экономики – σύστημα οικονομίας•режим резания – (τεχ.) σύστημα κοπής σε τόρνο. -
2 строй
1. строй м 1) το πολίτευμα; государственный \строй το καθεστώς· общественный \строй το κοινωνικό καθεστώς; демократический \строй το δημοκρατικό πολίτευμα· социалистический \строй το σοσιαλιστικό καθεστώς 2) воен., спорт, η σύνταξη 2. строй παρατάσσω, συντάσσω \стройся (в ряды) συντάσσομαι* * *м1) το πολίτευμαгосуда́рственный строй — το καθεστώς
обще́ственный строй — το κοινωνικό καθεστώς
демократи́ческий строй — το δημοκρατικό πολίτευμα
2) воен., спорт. η σύνταξη -
3 строй
строя, προθτ. о строе, в строю, πλθ. строи, -ев κ. строй-θβ α.1. (στρατ.) σύνταξη. || τμήμα συνταγμένο. •τμήμα μάχιμο.2. σειρά, στοίχος, γραμμή (αντικειμένων).3. διάρθρωση, συγκρότηση, σύνθεση•метрический -стиха μετρική σύνθεση στίχου.
|| χαρακτήρας, τρόπος•строй мышления τρόπος της σκέψης.
|| το καθεστώς, το κοινωνικό σύστημα μιας χώρας•самодержавный строй το απολυταρχικό καθεστώς•
феодальный строй το φεουδαρχικό καθεστώς•
буржуазный строй αστικό καθεστώς•
социалистический, строй σοσιαλιστικό καθεστώς•
5. κούρντισμα, εναρμόνιση.εκφρ.вести в строй – κρίνω ικανόν για εργασία ή μάχιμο•встать (поступить, войти, стать) в строй – είμαι, γίνομαι ικανός για εργασία ή μάχιμος•остаться в -ю – μένω στις γραμμές, είμαι ακόμα ικανός για δουλειά ή για στρατό)•вывести из строя – α) βγάζω ανίκανο ή άχρηστο, β) χαλνώ, αχρηστεύω•выйти (выбить) из строя – αχρηστεύομαι. -
4 строй
стро||йм1. τό καθεστώς, τό σύστημα:государственный \строй τό πολίτευμα, τό καθεστώς· социалистический \строй τό σοσιαλιστικό καθεστώς· общественный \строй τό κοινωνικό καθεστώς· колхозный \строй τό σύστημα τών κολχόζ· 2.:грамматический \строй языка ἡ γραμματική διάρθρωση τής γλώσσας·3. воен. ἡ παράταξη [-ις], ἡ σύν-ταξη [-ις]:сомкнутый \строй ή, πυκνή παράταξη· боевой \строй ἡ παράταξη μάχης· ◊ вступать в \строй (о предприятии) ἀρχίζω νά λειτουργώ· вводить в \строй ἀρχίζω νά χρησιμοποιώ· выводить из\стройя θέτω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύω· выйти из \стройи βγαίνω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύομαι. -
5 режим
режим м 1) (распорядок) η διάταξη; \режим питания η δίαιτα 2) (государственный строй) το καθεστώς 3): соблюдать постельный \режим είμαι κλινήρης* * *м1) ( распорядок) η διάταξηрежи́м пита́ния — η δίαιτα
2) ( государственный строй) το καθεστώς3)соблюда́ть посте́льный режи́м — είμαι κλινήρης
-
6 порядок
-дка α.1. τάξη, -διευθέτηση, τακτοποίηση διάταξη•привести в порядок книги τακτοποιώ τα βιβλία•
востановить порядок αποκαθιστώ την τάξη•
полный порядок во всм πλήρης τάξη σε όλα.
|| καθιερωμένη (καταστημένη) σειρά, μονοτονία. || ως κατηγ. είναι καλά, εν τάξει, σωστά, όπως χρειάζεται.2. το καθεστώς, τάξη πραγμάτων•существующий порядок η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, το υπάρχον καθεστώς.
|| συνήθεια, έθιμο•у нас такой порядок εμείς έχομε τέτοια συνήθεια.
3. σειρά, συνέχεια•алфавитный порядок αλφαβητική σειρά•
в -е очереди όπως είναι η σειρά•
по -у με τη σειρά•
порядок рассувдния σειρά {αλληλουχία) του συλλογισμού.
4. τρόπος, μέθοδος, κανόνες•голосования οι κανόνες της ψηφοφορίας.
5. ιδιότητα• ποιότητα, χαρακτήρας•явления одного -а φαινόμενα του ίδιου χαρακτήρα.
6. (στρατ.) διάταξη•порядок боя διάταξη μάχης.,
7. (διαλκ.) σειρά σπιτιών.8. (βιολ.) τάξη. || σφαίρα, τομέας.εκφρ.в -е – α) εν τάξει, β) αίσια, με το καλό•в -е вещей – κανονικά, όπως συνήθως•в административном -е – με τη διοικητική οδό, διοικητικά•судебным -ои – με τη δικαστική οδό, δικαστικά•законным -ом – με το νόμο, μέσα στα πλαίσια του νόμου.в спешном -е – εσπευσμένα, βιαστικά, στα γρήγορα•для -дка – α) για την τάξη. β) για τον τύπο, τυπικά•своим -ом – με τη σειρά τουόπως πρέπει•призвать к -у – ανακαλώ στην τάξη. -
7 распорядок
-дка α. διάταξη• καθεστώς• τάξη, σειρά•правила внутренного -дка εσωτερικός κανονισμός ή το εσωτερικό καθεστώς•
распорядок дня το πρόγραμμα της μέρας.
-
8 статус-кво
α. άκλ. το υπάρχον καθεστώς, η δημιουργημένη κατάσταση•сохранить статус-кво διατηρώ το υπάρχον καθεστώς.
-
9 жёсткий
1. (не мягкий, твёрдый) σκληρός 2. (строгий) σκληρ/ός, αυστηρός- режим - όρος, η αυστηρή προδιαγραφή3. (ο конструкции) άκαμπτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жёсткий
-
10 порядок
1. (размещение, расположение по какому-л. признаку) η διάταξη, η τάξη, η σειρά 2. (последовательный ход чего-л.) η σειρά, η διαδικασία алфавитный - αλφαβητική - 3. (числовая характеристика кривой, уравнения и т.п.) η τάξη. - дифференциального уравнения - της διαφορικής εξίσωσης- числа (вчт.мат.) - του αριθμού4. (состояние налаженности, благоустройства, систематичности и т.п.) η τάξη, η διευθέτηση, η τακτοποίηση 5. (уста-новленная организация, систематичность) η διαδικασία, ο τρόπος, η τάξη 6. (система общественного устройства, строй) το καθεστώς 7. (способ, метод, правила, по которым совершается что-л.) о τρόπος, о κανονισμός, η μέθοδος, οι κανόνες 8. (свойство, качество, характер) η τάξη, η φύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порядок
-
11 режим
1. тех. οι συνθήκες (λειτουργίας), το πρόγραμμα, η κατάστασηпереводить в - передачи рад. θέτω σε λειτουργία μετάδοσης- больших сигналов (рад.элн.) - μεγάλων σημάτωνпониженный рад. το πρόγραμμα λειτουργίας με μειωμένη ισχύ- μελέτης2. (распорядок жизни, труда и т.п.) το πρόγραμμα, η διάταξη, ο κανονισμός 3. (государственный строй) το καθεστώς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > режим
-
12 строй
1. (система построения чего-л.) η παράταξη, ο σχηματισμόςη διάταξηвыходить из - я θέτω εκτός λειτουργίας, αχρηστεύω2. (система общественного, государственного устройства, формация) το καθεστώςτο σύστημαгосударственный - κρατικό -, το πολίτευμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > строй
-
13 феодальный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > феодальный
-
14 капитализмистический
капитализм||исти́ческийприл κεφαλαιοκρα-τικός, καπιταλιστικός:\капитализмистическийисти́ческий строй τό κεφαλαιοκρατικό[ν] (или τό καπιταλι-στικό[ν]) καθεστώς· \капитализмистическийисти́ческое общест· · во ἡ καπιταλιστική κοινωνία -
15 общественный
общественн||ыйприл в разн. знач. κοινωνικός:\общественныйое развитие ἡ κοινωνική ἐξέλιξη· \общественный строй τό κοινωνικό καθεστώς, τό κοινωνικό σύστημα· \общественныйые отношения οἱ κοινωνικές σχέσεις· \общественныйое производство ἡ κοινωνική παραγωγή· \общественныйая жизнь ἡ κοινωνική ζωή, ὁ κοινωνικός βίος' \общественныйое мнение ἡ κοινή γνώμη· \общественныйые организации οἱ κοινωνικές ὁργανώσεις· \общественныйая работа ἡ κοινωνική ἐργασία· \общественныйая собственность ἡ κοινωνική ἰδιοκτησία· \общественныйое имущество ἡ δημόσια περιουσία· \общественныйые доходы οἱ δημόσιες πρόσοδοι· \общественныйая обработка земли́ ἡ κοινή καλλιέργεια τής γής, ἡ συλλογική καλλιέργεια τής γής· \общественныйое землепользование ἡ κοινωνική γαιοχτησία· \общественныйое животноводство ἡ συλλογική (или κολεχτιβι-στική) κτηνοτροφία· на \общественныйых началах στή βάση ἐθελοντικής προσφορδς· ◊ \общественныйое порицание ἡ δημοσία μομφή, ἡ δημοσία κατάκριση· \общественный обвинитель ὁ δημόσιος κατήγορος· \общественныйое питание ἡ δημοσία σίτισις, ἡ δημοσία διατροφή, ἡ σίτισις στά ἐστιατόρια· \общественныйое положение ἡ κοινωνική θέση [-ις]· \общественныйые науки οἱ κοινωνικές ἐπιστήμες. -
16 политический
полити́ческ||ийприл πολιτικός:\политический строй τό πολιτικό καθεστώς· \политическийая экономия ἡ πολιτική οίκονομία· \политический деятель ὁ πολιτικός, ὁ πολιτευτής, ὁ πολιτικός ἀνήρ, ὁ πολιτικός παράγων. -
17 порядок
поря́д||окм1. ἡ τάξη [-ις]:образцовый \порядок ἡ παραδειγματική τάξις· нарушитель \порядокка ὁ παραβάτης, ὁ ταραξίας, ὁ ταραχοποιός· приводить в \порядок τακτοποιώ! βάζω σέ τάξη· приводить себя в -. σιάχνομαι, σιγυρίζομαι· призывать к \порядокку ἀνακαλώ είς τήν τάξιν2. (последователь, ность) ἡ σειρά, ἡ συνέχεια:алфави́тный \порядок ἡ ἀλφαβητική σειρά· по \порядокку κατα σειράν, μέ τή σειρά, διαδοχικά, διαδοχν κῶς·3. (способ) ὁ κανονισμός:\порядок выборов ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών в \порядокщ контроля σάν ϊλεγχο· в \порядокке обсуждения ὡς θέμα προς συζήτησιν в спешном \порядокке γρήγορα, βιαστικά·4. (строй, си, стема) ἡ τάξις, ὁ σχηματισμός, ἡ δια-τάξις:при старом \порядокке στό παλαιό[ν] καθεστώς·5. (обычай) οἱ συνήθειες, τό ἔθιμα (τά ήθη καί ἔθιμα)· ◊ боевой \порядок ὁ σχηματισμός μάχης· \порядок дия ἡ ἡμερησία διάταξις' все в \порядокке ὅλα εἶναι ἐν τάξει, ὅλα πανε καλά· тут что-то не ι \порядокке κάπου κουτσαίνει ἡ ὑπόθεση· д£лс идет своим \порядокком ἡ ὑπόθεσις (ή δουλειά) ἀκολουθεῖ τόν δρόμο της· это дело совершенно ино́го \порядокка αὐτή ἡ ὑπόθεσι εἶναι ἐντελώς διαφορετική· в \порядокке вещей συνειθισμένο πρᾶγμα -
18 рабовладельческий
рабовладел||ьческийприл δουλσκτητικός:\рабовладельческийьчес-кий строй τό δουλοκτητικό σύστημα, τό καθεστώς τής δουλείας. -
19 режим
режимм1. (распорядок) ἡ διάταξη, ὁ κανονισμός:\режим питания ἡ δίαιτα· школьный \режим ὁ σχολικός κανονισμός·2. (государственный строй) τό καθεστώς.3. мед.:постельный \режим ἡ παραμονή στό κρεββάτι·4. тех. οἱ συνθήκες λειτουργίας:рабочий \режим машины οἱ συνθήκες λειτουργίας μηχανής· ◊ \режим экономии τό σύστημα οίκονομίας, ἡ οἰκονομία. -
20 социалистический
социалист||и́ческийприл σοσιοιλιστικός:\социалистическийи́ческое общество ἡ σοσιαλιστική κοινωνία· \социалистическийи́ческий строй τό σοσιαλιστικό καθεστώς· \социалистическийй-ческое соревнование ἡ σοσιαλιστική ἄμιλλα.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καθεστώς — το 1. το πολίτευμα ή το πολιτικό, πολιτειακό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που επικρατεί σε μια χώρα 2. η ισχύουσα κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τής μτχ. καθεστώς τού παρακμ. καθέστηκα τού ρ. καθίστημι] … Dictionary of Greek
καθεστώς — το η πολιτειακή, κοινωνική κ.ά. κατάσταση που ισχύει: Το κομουνιστικό καθεστώς είναι κοινωνικό και πολιτικό σύστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθεστώς — καθίστημι set down perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek
Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek